καπτάρης
(ουσ. αρσ.)
γαπτάρους
[ɣaˈptarus]
Μισθ.
Από το ρ. καπτώ, όπου και τύπ. γαπτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -άρης, όπου και τύπ. -άρους.
Αυτός που κλέβει απροκάλυπτα
Συνών.
καπουσάνος, κλέφτης, χασευτής, χιρσίζης