ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρά (II) (επίθ.) καρά [kaˈra] Μισθ. γαρά [ɣaˈra] Σινασσ. Αρσ. καράς [kaˈras] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. kara = μαύρος.
1. Μαύρος ό.π.τ. : || Φρ. γαρά πιπέρ' (Μαύρο πιπέρι˙ μαύρο πιπέρι και ειρων. μελαχρινή γυναίκα) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 Συνών. μαύρος :1
2. Ως ουσ., μαύρο βόδι Φάρασ.