καρά (II)
(επίθ.)
καρά
[kaˈra]
Μισθ.
γαρά
[ɣaˈra]
Σινασσ.
Αρσ.
καράς
[kaˈras]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kara = μαύρος.
1. Μαύρος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
γαρά πιπέρ'
(Μαύρο πιπέρι˙ μαύρο πιπέρι και ειρων. μελαχρινή γυναίκα)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Συνών.
μαύρος :1
2. Ως ουσ., μαύρο βόδι
Φάρασ.