καρακάξα
(ουσ. θηλ.)
καρακάξα
[karaˈkaksa]
Αξ., Μισθ., Φλογ.
κακαράξα
[kakaˈraksa]
Ανακ., Μαλακ.
Μεσν. ουσ. καρακάξα, απώτερα ηχομιμητ. Ο τύπ. κακαράξα με μετάθ. των [r] και [k].
2. Μτφ., ψηλή και αδύνατη γυναίκα
Φλογ.