ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάπτημα (ουσ. ουδ.) γάπτημα [ˈɣaptima] Μισθ. Aπό το ρ. καπτώ, όπου και τύπ. γαπτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αρπαγή, κλέψιμο : Ντου μελό τ'νι σου γάπτημα ήdουν (Το μυαλό τους ήταν στο κλέψιμο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. κλεψιμιό, κλέψιμο, σοϊτιέσιμα, χιρσιζλίκι