κάπτημα
(ουσ. ουδ.)
γάπτημα
[ˈɣaptima]
Μισθ.
Aπό το ρ. καπτώ, όπου και τύπ. γαπτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αρπαγή, κλέψιμο
:
Ντου μελό τ'νι σου γάπτημα ήdουν
(Το μυαλό τους ήταν στο κλέψιμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
κλεψιμιό, κλέψιμο, σοϊτιέσιμα, χιρσιζλίκι