καπουσάνος
(ουσ. αρσ.)
qαπουσ̑άνος
[qapuˈʃanos]
Μαλακ.
Πληθ.
qαπουσ̑άνουζγια
[qapuˈʃanuzʝa]
Μαλακ.
Από την μτχ. kapışan του τουρκ. ρ. kapışmak = αρπάζω.
Πβ.
καπουστίζω