ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπαντίζω (ρ.) γαπανdι̂́ζω [ɣapanˈdɯzo] Αξ., Αραβαν. qαπανdίζομαι [qapanˈdizome] Φάρασ. Αόρ. χαπάντ'σα [xaˈpantsa] Φλογ. Μτχ. qαπαdημένο [qapadiˈmeno] Σίλατ. Από το τουρκ. ρ. kapanmak (αόρ. kapandı) = κλείνομαι.
1. Kλείνομαι (μέσα) ό.π.τ. : Ασ' τροπή τ’ γαπάντ'σεν απέσω και ντεν εβγαισ̑κεν όξω (Από την ντροπή του κλείστηκε μέσα και δεν έβγαινε έξω) Αξ. -Μαυροχ. Έμbη το κορίdζι 'πέσου qαπανdίστη πάλι το ξύο (Μπήκε το κορίτσι μέσα, κλείστηκε, έκλεισε πάλι το δέντρο) Φάρασ. -Dawk. Παίν’ γαπανdι̂́σ̑ σο σπίτσ̑ι τ’ κι άλλο ντεν βγαίν’ όξω (Πηγαίνει κλείνεται στο σπίτι της και δεν βγαίνει πια έξω) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 638 || Φρ. Ουρανός γαπάντ'σεν 'ς̑ τη χη (Ο ουρανός κλείστηκε στη γη˙ σκοτείνιασε, θα βρέξει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Σκεπάζομαι, καλύπτομαι Φλογ.