καπαντίζω
(ρ.)
γαπανdι̂́ζω
[ɣapanˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν.
qαπανdίζομαι
[qapanˈdizome]
Φάρασ.
Αόρ.
χαπάντ'σα
[xaˈpantsa]
Φλογ.
Μτχ.
qαπαdημένο
[qapadiˈmeno]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ρ. kapanmak (αόρ. kapandı) = κλείνομαι.
1. Kλείνομαι (μέσα)
ό.π.τ.
:
Ασ' τροπή τ’ γαπάντ'σεν απέσω και ντεν εβγαισ̑κεν όξω
(Από την ντροπή του κλείστηκε μέσα και δεν έβγαινε έξω)
Αξ.
-Μαυροχ.
Έμbη το κορίdζι 'πέσου qαπανdίστη πάλι το ξύο
(Μπήκε το κορίτσι μέσα, κλείστηκε, έκλεισε πάλι το δέντρο)
Φάρασ.
-Dawk.
Παίν’ γαπανdι̂́σ̑ σο σπίτσ̑ι τ’ κι άλλο ντεν βγαίν’ όξω
(Πηγαίνει κλείνεται στο σπίτι της και δεν βγαίνει πια έξω)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 638
|| Φρ.
Ουρανός γαπάντ'σεν 'ς̑ τη χη
(Ο ουρανός κλείστηκε στη γη˙ σκοτείνιασε, θα βρέξει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Σκεπάζομαι, καλύπτομαι
Φλογ.