κάπα
(ουσ. θηλ.)
κάπα
[ˈkapa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ.
γκάπα
[ˈgapa]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. κάπα (< ιταλ. cappa).
1. Χοντρό μάλλινο πανωφόρι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Κάπας μανίκι
(Κάπας μανίκι˙ άνθρωπος χαμηλής αξίας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Χοντρό πάπλωμα που καλύπτει το ταντούρι και ταυτόχρονα τα πόδια όσων κάθονται κυκλικά γύρω του
Σινασσ.
:
Τιχτίθαμ' 'ς το τουνdουρόσ̑ειλο, σκεπάσταμ' με την κάπα και ζενόμαστε
(Ακουμπήσαμε στο τοιχάκι του τουντουριού, σκεπαστήκαμε με το πάπλωμα και ζεσταινόμαστε)
Σινασσ.
-Λεύκωμα