ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσόχα (ουσ. θηλ.) τσόχα [ˈtsoxa] Φάρασ. τσ̑όφα [tʃoˈfa] Μισθ. τσ̑οχά [tʃoˈxa] Μαλακ., Μισθ. τσοχά [tsoˈxa] Ουλαγ., Τσελτ., Φάρασ. τσ̑ουχάς [tʃuˈxas] Αφσάρ., Φάρασ. Πληθ. τσοχάδια [tsoˈxaðʝa] Φλογ. τσοχάια [tsoˈxaia] Μισθ. τσοχά [tsoˈxa] Μισθ., Ουλαγ., Τσελτ., Φάρασ. τσογά [tsoˈɣa] Ανακ., Αξ., Σινασσ., Τσαρικ. Μεσν. ουσ. τζόχα, το οπ. από το τουρκ. çuha (< περσ.), όπου και διαλεκτ. çoha και çufa (THADS 3, λ. çoha, çufa).
1. Είδος μάλλινου μονόχρωμου υφάσματος, η τσόχα ό.π.τ.
2. Kάπα, χονδρό πανωφόρι Αφσάρ., Φάρασ.
β. Επίσημη κεντητή φορεσιά Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Τσελτ. : Φόρουναμ’ ντά τσοχάια καθι Χρουστού Πάσκα (φορούσαμε τις επίσημες κεντητές φορεσιές κάθε Χριστούγεννα ) Μισθ. -Κοτσαν.
γ. Στον πληθ., το σύνολο των ρούχων από τσόχα Μισθ., Φλογ.