τσόχα
(ουσ. θηλ.)
τσόχα
[ˈtsoxa]
Φάρασ.
τσ̑όφα
[tʃoˈfa]
Μισθ.
τσ̑οχά
[tʃoˈxa]
Μαλακ., Μισθ.
τσοχά
[tsoˈxa]
Ουλαγ., Τσελτ., Φάρασ.
τσ̑ουχάς
[tʃuˈxas]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
τσοχάδια
[tsoˈxaðʝa]
Φλογ.
τσοχάια
[tsoˈxaia]
Μισθ.
τσοχά
[tsoˈxa]
Μισθ., Ουλαγ., Τσελτ., Φάρασ.
τσογά
[tsoˈɣa]
Ανακ., Αξ., Σινασσ., Τσαρικ.
Μεσν. ουσ. τζόχα, το οπ. από το τουρκ. çuha (< περσ.), όπου και διαλεκτ. çoha και çufa (THADS 3, λ. çoha, çufa).
1. Είδος μάλλινου μονόχρωμου υφάσματος, η τσόχα
ό.π.τ.
2. Kάπα, χονδρό πανωφόρι
Αφσάρ., Φάρασ.
β.
Επίσημη κεντητή φορεσιά
Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Τσελτ.
:
Φόρουναμ’ ντά τσοχάια καθι Χρουστού Πάσκα
(φορούσαμε τις επίσημες κεντητές φορεσιές κάθε Χριστούγεννα
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
γ.
Στον πληθ., το σύνολο των ρούχων από τσόχα
Μισθ., Φλογ.