τσοχπίρ
(επίρρ.)
τσ̑οχπίρ
[tʃοxˈpir]
Φάρασ.
τσ̑όχπιρ
[ˈtʃoxpir]
Φάρασ.
Κατά τον Ανδριώτη (1948: 79), από τουρκ. φρ. çok bir.
1. Διόλου
2. Σπανίως