ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουχούρι (ουσ. ουδ.) τσουκούρι [tsuˈkuri] Σίλ. τσ̑ουχούρι [tʃuˈxuri] Ανακ., Αφσάρ., Φάρασ. τσ̑ουχούρ’ [tʃuˈxur] Ανακ., Δίλ., Τσελτ., Φλογ. τσ̑οκούρ' [tʃoˈkur] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. çukur = τρύπα, κοιλότητα, όπου και διαλεκτ. τύπ. çuhur (THADS 3, λ. çuhur I).
1. Κοιλότητα, γούβα, λάκκος ό.π.τ. : Φοβήθα ένα φορά που έπεσεν αστραπή σο νερό μέσα, σου Χασάν αγά το χαυλή, σο τσ̑ουχούρ’ μέσα (φοβήθηκα μιά φορά που έπεσε κεραυνός μέσα στο νερό, στου Χασάν αγά την αυλή, στην γούβα μέσα) Ανακ. -Κωστ.Α. Τράνσεν σ’ ένα τσ̑ουχούρ’ μέσα ένα φίι αλνό (Είδε μέσα σ' ένα κοίλωμα ένα κόκκινο φίδι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Κούντ'σαν τα σο τσ̑οκούρ', έθικαν κι ένα τένεκα κιρέσ̑ι απάνω (Τις έρριξαν στον λάκκο, περιέχυσαν κι ένα ντενεκέ ασβέστη από πάνω) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αβγόνι :2, γιαλάκι :3, γούβα
2. Ως τοπων., όνομα καππαδοκικού χωριού βορειοανατολικά των Φαράσων, πβ. τον προσφυγικό οικισμό Βαθύλακκος Κοζάνης Καππ.