τσόχνες
(ουσ.)
Πληθ.
τσόχνες
[ˈtsoxnes]
Φάρασ.
Ίσως από το μεσν. σύκχος, πβ. Ἡσύχ. 2243 «σύκχοι· ὑποδήματα Φρύγια».
Είδος κοντών παπουτσιών
Φάρασ.