τσοχαδιώνας
(επίθ.)
τσοχαδιώνας
[tsoxa'ðʝonas]
Σινασσ.
τσογαϊώνας
[tsoɣaˈjonas]
Τσαρικ.
Από το ουσ. τσόχα και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Τσόχινος
ό.π.τ.
:
Φορεμέν' τσινί τσοχαδιώνας εντ͑ερί
(Φορώντας μπλε τσόχινο αντερί)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
Τσογαϊώνας ντιζλίκα
(Τσόχινη ποδιά)
Τσαρικ.
-Καραλ.