τσύγκρισμα
(ουσ. ουδ.)
συgίρισμα
[siˈɟirizma]
Αξ.
Από το ρ. τσυγκρίζω, όπου και τύπ. συgιρίζω, και το παραγωγ.επίθμ. -μα. Πβ. πρώμ. μεσν. ουσ. σύγκρουσμα.
Το τσούγκρισμα των αβγών του Πάσχα