ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυλίγω (ρ.) τυλίγω [tiˈliɣo] Μαλακ., Τελμ. τυλίγου [tiˈliɣu] Μισθ. τσ̑υλίγου [tʃiˈliɣu] Σίλ. τ͑υλίζω [tʰiˈlizo] Αξ., Σινασσ., Φάρασ. τυλίζου [tiˈlizu] Μισθ. τσ̑υλίζω [tʃiˈlizo] Σίλ. τσ̑υλίζου [tʃiˈlizu] Φάρασ. Αόρ. τύλιξα [ˈtiliksa] Μαλακ. Παθ. τ͑υλίζουμαι [tʰiˈlizume] Φάρασ. Αόρ. τυλίστα [tiˈlista] Φάρασ. τυλίχα [tiˈlixa] Αξ. Προστ. τυλίστου [tiˈlistu] Φάρασ. Μτχ. τυλιγμένου [tiliɣˈmenu] Μισθ. Από το μεταγν. ρ. τυλίσσω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Ο τύπ. τυλίγω μεσν., πβ. και Δουκ., λ. τηλίγειν.
1. Τυλίγω, περιελίσσω κάτι γύρω από το εαυτό του ή γύρω από ένα άλλο αντικείμενο ό.π.τ. : Τυλίζου ντου κουβάρ’ (Τυλίγω το κουβάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Τσην κλωσ̑ή τσ̑υλίγου τσ̑η αρντάχτσι απάνου (Τυλίγω την κλωστή πάνω στο αδράχτι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα φί’α τυλίχαν σα πιάρια, 'ς το γουργούρι τ’, 'ς τα μέσα τ’ (Τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια, το λαιμό της, τη μέση της) Αξ. -Dawk. Ανακατεύεις το, θέκνεις το σο πανί και τυλίγεις το με κείνο (Το ανακατεύεις, το βάζεις σε ένα πανί, το τυλίγεις με εκείνο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Κουκουλώνω, σκεπάζω κάποιον ή κάτι καλύπτοντας όλες τις πλευρές του Αξ., Σίλ. : Τσ̑ύλιξες τα καλά τ’ παιρί να μη κιρυώσει; (Το τύλιξες καλά το παιδί να μην κρυώσει;) Σίλ. -Κωστ.Σ.