τυλίγω
(ρ.)
τυλίγω
[tiˈliɣo]
Μαλακ., Τελμ.
τυλίγου
[tiˈliɣu]
Μισθ.
τσ̑υλίγου
[tʃiˈliɣu]
Σίλ.
τ͑υλίζω
[tʰiˈlizo]
Αξ., Σινασσ., Φάρασ.
τυλίζου
[tiˈlizu]
Μισθ.
τσ̑υλίζω
[tʃiˈlizo]
Σίλ.
τσ̑υλίζου
[tʃiˈlizu]
Φάρασ.
Αόρ.
τύλιξα
[ˈtiliksa]
Μαλακ.
Παθ.
τ͑υλίζουμαι
[tʰiˈlizume]
Φάρασ.
Αόρ.
τυλίστα
[tiˈlista]
Φάρασ.
τυλίχα
[tiˈlixa]
Αξ.
Προστ.
τυλίστου
[tiˈlistu]
Φάρασ.
Μτχ.
τυλιγμένου
[tiliɣˈmenu]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. τυλίσσω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Ο τύπ. τυλίγω μεσν., πβ. και Δουκ., λ. τηλίγειν.
1. Τυλίγω, περιελίσσω κάτι γύρω από το εαυτό του ή γύρω από ένα άλλο αντικείμενο
ό.π.τ.
:
Τυλίζου ντου κουβάρ’
(Τυλίγω το κουβάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσην κλωσ̑ή τσ̑υλίγου τσ̑η αρντάχτσι απάνου
(Τυλίγω την κλωστή πάνω στο αδράχτι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα φί’α τυλίχαν σα πιάρια, 'ς το γουργούρι τ’, 'ς τα μέσα τ’
(Τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια, το λαιμό της, τη μέση της)
Αξ.
-Dawk.
Ανακατεύεις το, θέκνεις το σο πανί και τυλίγεις το με κείνο
(Το ανακατεύεις, το βάζεις σε ένα πανί, το τυλίγεις με εκείνο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Κουκουλώνω, σκεπάζω κάποιον ή κάτι καλύπτοντας όλες τις πλευρές του
Αξ., Σίλ.
:
Τσ̑ύλιξες τα καλά τ’ παιρί να μη κιρυώσει;
(Το τύλιξες καλά το παιδί να μην κρυώσει;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.