τυράννια
(ουσ. ουδ.)
τυράννια
[tiˈraɲa]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. τα τυρἀννια, πβ. Χρον. Τόκκ. 6.14.1793 «Καὶ ἄκουσον τὰ τυράννια ὁποὺ τοὺς τυραννίζει», το οπ. από το ρ. τυραννίζω υποχωρ.
Βάσανα
Συνών.
βάρος :2, γαχίρι :1, περισανλίκι :2, Αντίθ
μουράτι :2, χαβάσι :3, χαβασιλίκι
Τροποποιήθηκε: 21/05/2025