τυριάζω
(ρ.)
τσυριάζω
[tsiˈrʝazo]
Γούρδ.
Από το ουσ. τυρί, όπου και τύπ. τσυρί, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Για γάλα, σβωλιάζω