τυρώνω
(ρ.)
τυρώνω
[tiˈrono]
Σίλ., Φλογ.
Από το αρχ. ρ. τυρόω-ῶ = φτιάχνω τυρί (LSJ).
Τροποποιήθηκε: 16/08/2025