τύφλωμα
(ουσ. ουδ.)
τ͑ύφλωμα
[ˈtʰifloma]
Αξ.
Νεότ. ουσ. τύφλωμα (βλ. Λεξ. Μεούρσ. λ. ἀμματία), το οπ. από το ρ. τυφλώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Η λ. Απουλ.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. τυφλώνω, η τύφλωση