ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυφερά (επίρρ.) τ͑υφιρά [thifiˈra] Μισθ. Από το επίθ. τρυφερός όπου και τύπ. τυφερός, με παραγωγ. επίθμ. . Πβ. νεότ. επίρρ. τρυφερά (Λεξ. Σομ.).
Με τρόπο ήπιο Μισθ. : τ͑υφιρά βρέχ’ (βρέχει ήπια, σιγά) Μισθ. -Κωστ.Μ.