τυφερά
(επίρρ.)
τ͑υφιρά
[tʰifiˈra]
Μισθ.
Από το επίθ. τρυφερός όπου και τύπ. τυφερός, με παραγωγ. επίθμ. -ά. Πβ. νεότ. επίρρ. τρυφερά (Λεξ. Σομ.).
Με τρόπο ήπιο
Μισθ.
:
Τ͑υφιρά βρέχ’
(βρέχει ήπια, σιγά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αγάλι, μαζλούμα, χερούτσικα :1, Αντίθ
βαριά :2, δυνατά, μπέρκια :1
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025