τυφερά
(επίρρ.)
τ͑υφιρά
[thifiˈra]
Μισθ.
Από το επίθ. τρυφερός όπου και τύπ. τυφερός, με παραγωγ. επίθμ. -ά. Πβ. νεότ. επίρρ. τρυφερά (Λεξ. Σομ.).
Με τρόπο ήπιο
Μισθ.
:
τ͑υφιρά βρέχ’
(βρέχει ήπια, σιγά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.