μαζλούμα
(επίρρ.)
μαζλούμα
[maˈzluma]
Φάρασ.
Από το επίθ. μαζλούμης και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Ήπια, με ήρεμο τρόπο, ταπεινά, σεμνά
Φάρασ.
Συνών.
αγάλι, χερούτσικα, Αντίθ
βαριά :2, δυνατά, μπέρκια :1
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025