Μαδιστής
(ουσ. αρσ.)
Μαδιστής
[maðiˈstis]
Ανακ., Σινασσ., Τζαλ.
Από το νεότ. ουσ. μαδιστής = α) αυτός που μαδάει κάτι β) εριστικός (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. μαδώ, όπου και τύπ. μαδίζω και παραγωγ. επίθμ. -τής.
Ο μήνας Ιούνιος, διότι κατά την διάρκειά του ξερριζώνονται τα ξεραμένα σπαρτά
ό.π.τ.
Συνών.
Άγι-Γιάννης :2, θεριστής, θέρος, Χορτόης