μαγνάδι
(ουσ. ουδ.)
μακνάδι
[maˈknaði]
Ανακ., κ.α., Μαλακ., Τελμ., Φερτάκ.
Από το μεσν. ουσ. μαγνάδιν = πέπλο.
Καλύπτρα προσώπου, πέπλο, μόνο σε άσμ.
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Βγαλλίσ̑κουν τα μακνάδια τουνε, χαλίκια κουβαλούνε
(Βγάζουν τα μαντήλια τους, χαλίκια κουβαλούνε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κι η νιόνυμφη ελάλησε απ' το μακνάδι απκάτω
(Και η νεόνυμφη μίλησε κάτω από το νυφικό πέπλο)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374
Έπ’κε τον ήλιο πρόσωπο, τον ούρανο μακνάδι
και της κορώνας τα φτερά απάνω κάτω φρύδια (Έκανε τον ήλιο πρόσωπο, τον ουρανό καλύπτρα
και της κουρούνας τα φτερά απάνω και κάτω φρύδια) Τελμ. -Αινατζ. Έπαρ’ σ̑ινιά στα χέρια σου, κορούλα μ’
μακνάδια στο κεφάλι σου, περδικούλα μ’ (Βάλε χέννα στα χέρια σου, κορούλα μου,
πέπλα στο κεφάλι σου, περδικούλα μου
γαμήλιο) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177 Πβ. αλ :2, Συνών. γεμενί :1, γιασμάκι, γιασμάς, Πβ. κιβράκι :1, Συνών. ντουβάχι, πλου, τσάρι :1
και της κορώνας τα φτερά απάνω κάτω φρύδια (Έκανε τον ήλιο πρόσωπο, τον ουρανό καλύπτρα
και της κουρούνας τα φτερά απάνω και κάτω φρύδια) Τελμ. -Αινατζ. Έπαρ’ σ̑ινιά στα χέρια σου, κορούλα μ’
μακνάδια στο κεφάλι σου, περδικούλα μ’ (Βάλε χέννα στα χέρια σου, κορούλα μου,
πέπλα στο κεφάλι σου, περδικούλα μου
γαμήλιο) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177 Πβ. αλ :2, Συνών. γεμενί :1, γιασμάκι, γιασμάς, Πβ. κιβράκι :1, Συνών. ντουβάχι, πλου, τσάρι :1