μαγειρικό
(ουσ. ουδ.)
μαγ'ρεικό
[maɣriˈko]
Ανακ., Σίλατ.
μαειρικό
[mairiˈko]
Φλογ.
Από ουσιαστικοπ. του αρχ. επίθ. μαγειρικός.
1. Τσουκάλι
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Αμέτ' ειπέτ' σο βασιλιό, σο μέγα βασιλέα,
αν έσ̑ει κι άλλα λάχανα ας τα στείλει ας έρτουν,
τούτ' μαγειριά δε γίναν, μαγειρικό δε γιόμωσαν (Άντε να πείτε στο βασιλιά, στο μέγα βασιλέα,
αν έχει κι άλλα λάχανα ας τα στείλει να έρθουν,
αυτά δεν ήταν επαρκής ποσότητα για μαγείρεμα, δεν γέμισαν το τσουκάλι) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. τεντζερές, τσουκάλι :1, Πβ. ακατσούκα, γκουβέτσι, τσούκα :1
αν έσ̑ει κι άλλα λάχανα ας τα στείλει ας έρτουν,
τούτ' μαγειριά δε γίναν, μαγειρικό δε γιόμωσαν (Άντε να πείτε στο βασιλιά, στο μέγα βασιλέα,
αν έχει κι άλλα λάχανα ας τα στείλει να έρθουν,
αυτά δεν ήταν επαρκής ποσότητα για μαγείρεμα, δεν γέμισαν το τσουκάλι) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. τεντζερές, τσουκάλι :1, Πβ. ακατσούκα, γκουβέτσι, τσούκα :1
2. Μικρή πήλινη στάμνα
Φλογ.
Πβ.
ακατσούκα