ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγαζάς (ουσ. αρσ.) μαγαζάς [maɣaˈzas] Σίλ., Φάρασ. μάαζα [ˈmaaza] Ουλαγ. Πληθ. μαγαζάδα [maɣaˈzaða] Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. μαγατζάς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. mağaza = 1) μαγαζί 2) αποθήκη.
1. Μαγαζί, κατάστημα ό.π.τ. : Οπ' κεί πήγαμι 'κό μας Κιουρκτζόγλου ΓΙάννη τ' μαγαζά (Από εκεί πήγαμε στο μαγαζί του δικού μας, του Γιάννη Γουναρίδη) Σίλ. -Καρίπ. Συνών. αργαστήρι, ντουκάνι
2. Αποθήκη Ουλαγ. : Τράνσε, ήτον ένα μάαζα, και ήταν ένα πολλά μάλια και παράγια (Κοίταξε, ήταν μιά αποθήκη και (μέσα) ήταν πάρα πολλά πράγματα και χρήματα) Ουλαγ. -Dawk.