μαγαζάς
(ουσ. αρσ.)
μαγαζάς
[maɣaˈzas]
Σίλ., Φάρασ.
μάαζα
[ˈmaaza]
Ουλαγ.
Πληθ.
μαγαζάδα
[maɣaˈzaða]
Τσουχούρ.
Από το μεσν. ουσ. μαγατζάς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. mağaza = 1) μαγαζί 2) αποθήκη.
1. Μαγαζί, κατάστημα
ό.π.τ.
:
Οπ' κεί πήγαμι 'κό μας Κιουρκτζόγλου ΓΙάννη τ' μαγαζά
(Από εκεί πήγαμε στο μαγαζί του δικού μας, του Γιάννη Γουναρίδη)
Σίλ.
-Καρίπ.
Συνών.
αργαστήρι :2, ντουκάνι
2. Αποθήκη
Ουλαγ.
:
Τράνσε, ήτον ένα μάαζα, και ήταν ένα πολλά μάλια και παράγια
(Κοίταξε, ήταν μιά αποθήκη και (μέσα) ήταν πάρα πολλά πράγματα και χρήματα)
Ουλαγ.
-Dawk.