μαγαρίτης
(ουσ. αρσ.)
μαγαρίτης
[maɣaˈritis]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. μαγαρίτης = αποστάτης, εξισλαμισμένος < μωαγαρίτης < αραβ. ουσ. muhāǧir = Άραβας στρατιώτης στην Αίγυπτο (7ος αι.). Για την λ. βλ. Κοραής 1828-1835: ΙΙ 227, Λεξ. Δουκ., Μεούρσ. Sophocles, Lampe, Κριαρ., LBG, Kahane & Kahane (1960).
Πβ.
μουγατσίρης
Αποστάτης, αρνητής της χριστιανικής θρησκείας
:
Τζαι ο δίεβος ασ’ τα δώδεκα τό ’γνα ο Γιούδας, του λέντι ο μαγαρίτης, έμπη πέσου του
(Και ο διάβολος, σε έναν από τους δώδεκα, τον Ιούδα, που τον λένε αποστάτη, μπήκε μέσα του· Εἰσῆλθεν δὲ ὁ σατανᾶς εἰς Ἰούδαν τὸν ἀποκαλούμενον Ἰσκαριώτην ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα ΚΔ Εὐαγγ.Λουκ. 22)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
γυρίζω, ντονμές