μαγειρεύω
(ρ.)
μαγειρεύω
[maʝiˈrevo]
Σινασσ.
μαειρεύω
[maiˈrevo]
Τελμ., Φλογ.
μαειρεύου
[maiˈrevu]
Μισθ., Σίλ.
μαγειριεύω
[maʝiˈrʝevo]
Γούρδ.
Παρατατ.
μαείρευα
[maˈireva]
Φλογ.
Από το μεταγν. ρ. μαγειρεύω.
Μαγειρεύω
ό.π.τ.
:
Μαείρευαμ’ κιόλα με τα σταφίδες τα χαϊβάρια
(Μαγειρεύαμε επίσης τα κυδώνια με σταφίδες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
’τον πεθάνισ̑κεν ο γεις, μάειρευες εκεί σο σπίτ’
(Όταν πέθαινε κανείς, μαγείρευες εκεί στο σπίτι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Δευτέρα σηκούμεστε το πρωί να μαειρέψουμ'. Τσι να ψήσουμ'; Τι να φάμ';
(Τη Δευτέρα το πρωί σηκωνόμαστε το πρωί να μαγειρέψουμε. Τι θα φτιάξουμε; Τι θα φάμε;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Να πάου σπίτ' να μαειρέψου, να ψήσου, να έρτ' άντρα μ' να φάει
(Θα πάω στο σπίτι μου να μαγειρέψω, να ψήσω, να έρθει ο άντρας μου να φάει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ψήνω