ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγειρεύω (ρ.) μαγειρεύω [maʝiˈrevo] Σινασσ. μαειρεύω [maiˈrevo] Τελμ., Φλογ. μαειρεύου [maiˈrevu] Μισθ., Σίλ. μαγειριεύω [maʝiˈrʝevo] Γούρδ. Παρατατ. μαείρευα [maˈireva] Φλογ. Από το μεταγν. ρ. μαγειρεύω.
Μαγειρεύω ό.π.τ. : Μαείρευαμ’ κιόλα με τα σταφίδες τα χαϊβάρια (Μαγειρεύαμε επίσης τα κυδώνια με σταφίδες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 ’τον πεθάνισ̑κεν ο γεις, μάειρευες εκεί σο σπίτ’ (Όταν πέθαινε κανείς, μαγείρευες εκεί στο σπίτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Δευτέρα σηκούμεστε το πρωί να μαειρέψουμ'. Τσι να ψήσουμ'; Τι να φάμ'; (Τη Δευτέρα το πρωί σηκωνόμαστε το πρωί να μαγειρέψουμε. Τι θα φτιάξουμε; Τι θα φάμε;) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να πάου σπίτ' να μαειρέψου, να ψήσου, να έρτ' άντρα μ' να φάει (Θα πάω στο σπίτι μου να μαγειρέψω, να ψήσω, να έρθει ο άντρας μου να φάει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ψήνω