μαγειρευτήρι
(ουσ. ουδ.)
μαγ'ρευτήρ'
[maɣreˈftir]
Σίλατ.
μαειρευτήρ'
[maireˈftir]
Φλογ.
Από το ρ. μαγειρεύω και το παραγωγ. επίθμ. -τήρι. Η λ. και Πόντ. με τύπ. μαγειρευτάρι = ό,τι προορίζεται για φαγητό, μαγειρικό σκεύος.
Πήλινο αγγείο για ψήσιμο φαγητών στον φούρνο
ό.π.τ.