μαγκαφάς
(ουσ. αρσ.)
μανgαφάς
[maŋgaˈfas]
Αραβαν., Σινασσ.
μανγαφάς
[maŋɣaˈfas]
Φάρασ.
μανgαφά
[maŋgaˈfa]
Μαλακ., Φλογ.
Θηλ.
μανγαφάσα
[maŋɣaˈfasa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. mankafa = α) κουτός β) πολύ μεγάλος γ) πάσχων από την μάλη (ασθένεια αλόγων). Η λ. ως επών. Μαγκαφᾶς ήδη μεσν. (PLP).
1. Κουτός, βλάκας, χοντροκέφαλος
ό.π.τ.
:
Χώρανουν τα φσ̑έγια όσο παίνουν νίσ̑κουνdαι αρώπ’, και το μότουρ νίσ̑κεται μανgαφάς, κρίμα σα εμέκια μ’
(Τα ξένα τα παιδιά όσο πάνε γίνονται άνθρωποι, το δικό μας γίνεται βλάκας, κρίμα τους κόπους μου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αβανάκος
4. Κατ' επέκτ., ασθένεια της κεφαλής όπως ιγμορίτιδα κ.τ.ο.
:
Το κιφάλι μ' γένεν μανgαφά
(Πρήστηκε το κεφάλι μου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361