ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάγουλο (ουσ. ουδ.) μάγουλο [ˈmaɣulo] Σινασσ. μάγ'λο [ˈmaɣlo] Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. μάγ'λου [ˈmaɣlu] Μαλακ. Μεταγν. ουσ. μάγουλον < λατιν. magulum.
1. Μάγουλο, παρειά Μαλακ., Φερτάκ. : Πουρτά τα μάγ'λα τ' (Φουσκώνει τα μάγουλά του περιφρονητικά) Μαλακ. -Τζιούτζ. || Ασμ. Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη (Ελιάς έχεις στο μάγουλο, ελιά στην μασχάλη) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. βούκα, γιανάκι, μισίδι, χαραγή
2. Πηγούνι Σινασσ. Συνών. τσενέ
3. Στον πληθ., το πρόσωπο συνολικά Φλογ. Συνών. γκαλάκι, μισίδι, μπενίζι, πρόσωπο, χαραγή