μάγουλο
(ουσ. ουδ.)
μάγ'λο
[ˈmaɣlo]
Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
μάγ'λου
[ˈmaɣlu]
Μαλακ.
Μεταγν. ουσ. μάγουλον < λατιν. magulum.