ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγνήτης (ουσ. αρσ.) μαγλήτ' [maˈɣlit] Τσελτ. Aπό το μεσν. ουσ. μαγνήτης < αρχ. επίθ. μαγνῆτις (λίθος).
Μαγνήτης : Έχει μαγλήτ' και τραβάει το γιλντι̂ρι̂́μ' (Έχει μαγνήτη και τραβάει τον κεραυνό, ενν. το γαϊδούρι) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ37 Συνών. μιχλαντούζ, πουλάτης :2
Τροποποιήθηκε: 15/11/2024