μαγνήτης
(ουσ. αρσ.)
μαγλήτ'
[maˈɣlit]
Τσελτ.
Aπό το μεσν. ουσ. μαγνήτης < αρχ. επίθ. μαγνῆτις (λίθος).
Μαγνήτης
:
Έχει μαγλήτ' και τραβάει το γιλντι̂ρι̂́μ'
(Έχει μαγνήτη και τραβάει τον κεραυνό, ενν. το γαϊδούρι)
Τσελτ.
-ΚΜΣ-ΚΠ37
Συνών.
μιχλαντούζ, πουλάτης :2