μιχλαντούζ
(ουσ. ουδ.)
μιχλαντούζ
[mixlaˈduz]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. mıknatıs, όπου και διαλεκτ. τύπ. mıhladız, απώτερα αντιδάν. από το μεταγν. ουσ. μαγνήτης (Tietze 2018, λ. mıhladız).