μιτσικκαίνω
(ρ.)
μιτσικκαίνω
[mitsiʹceno]
Φάρασ.
Aπό το επίθ. μιτσίκκος και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
Μικραίνω
Συνών.
μικραίνω