Μιστιλής
(ουσ. αρσ.)
Μιστιλής
[mistiˈlis]
Ανακ.
Από το τοπων. Μισθί και το επίθμ. -λής.
Αυτός που κατοικεί στο Μιστί ή κατάγεται από αυτό