μισομπότινο
(ουσ. ουδ.)
μισοπότινο
[misοˈpotino]
Ανακ.
Από το επίθ. μισός και το ουσ. μποτίνι, το οπ. από τουρκ. potin = είδος ανδρικού παπουτσιού (< γαλλ. bottine).
Είδος χαμηλού παπουτσιού σαν το σκαρπίνι
Ανακ.