ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μισομπότινο (ουσ. ουδ.) μισοπότινο [misοˈpotino] Ανακ. Από το επίθ. μισός και το ουσ. μποτίνι, το οπ. από τουρκ. potin = είδος ανδρικού παπουτσιού (< γαλλ. bottine).
Είδος χαμηλού παπουτσιού σαν το σκαρπίνι Ανακ.
Τροποποιήθηκε: 29/08/2024