μισερώνω
(ρ.)
μισερώνω
[miseʹrono]
Τελμ.
Νεότ. ρ. μισερώνω, από το επίθ. μισερός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω. Η λ. και Πόντ.
Αποδυναμώνω κάποιον, τον καθιστώ καχεκτικό ή ανίκανο
:
Ήτανε δαιμονικά και το φώναζαν «έλα παρακάτω» να το πάνε σε κανένα ντερέ να το μισερώσουν και να του πάρουν τη λαλιά τ’
(Ήταν δαίμονες, και του φώναζαν «έλα παρακάτω» για να τον παρασύρουν σε καμιά χαράδρα, να τον αποδυναμώσουν και να του πάρουν τη φωνή)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.