μιρλατίζω
(ρ.)
μι̂ρλατι̂́ζω
[mɯrlaˈtɯzo]
Μαλακ.
Αόρ.
μι̂ρλάτ’σα
[mɯrˈlatsa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. mırladı του τουρκ. ρ. mırlamak =μουρμουρίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. το κοινό ν.ε. μίρλα.
Μουρμουρίζω, ψιθυρίζω
ό.π.τ.
:
Τι μιρλατίσ’;
(Τι μουρμουρίζεις;)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Πβ.
κοροζεύω, Συνών.
φισιλτατίζω
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025