ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιρλατίζω (ρ.) μι̂ρλατι̂́ζω [mɯrlaˈtɯzo] Μαλακ. Αόρ. μι̂ρλάτ’σα [mɯrˈlatsa] Μαλακ. Από τον αόρ. mırladı του τουρκ. ρ. mırlamak =μουρμουρίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. το κοινό ν.ε. μίρλα.
Μουρμουρίζω, ψιθυρίζω ό.π.τ. : Τι μιρλατίσ’; (Τι μουρμουρίζεις;) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. κοροζεύω