ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μισεριάζω (ρ.) μισ̑εριάζω [miʃeʹrʝazo] Φλογ. Από το επίθ. μισιάρι, όπου και τύπ. μισέρ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Γίνομαι μισός σε ποσότητα, λιγοστεύω : Το τζουβάλ' μισ̑έργιασεν (Το περιεχόμενο του τσουβαλιού λιγόστεψε, έμεινε μισό) -ΚΕΕΛ 1361 Το φέγγος μισ̑έριασεν (Το φεγγάρι λιγόστεψε, είναι στη χάση) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. μισιαρλαντίζω