ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μισκίνης (επίθ.) μισκίν [misˈcin] Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. Θηλ. μισκίντ͑σα [miˈscintʰsa] Φάρασ. Ουδ. μισκίνι [miˈscini] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. miskin = α) τεμπέλης, νωθρός β) δυστυχής γ) λεπρός. Πβ. ήδη νεότ. επίθ. μισκίνος, μισκίνης από ιταλ. meschino, το οπ. από το αραβ. επιθ. miskīn = άθλιος (βλ. Λεξ. Κριαρ.).
1. Νωθρός, νυσταλέος Φάρασ. Συνών. αβαράς, βαρύς, γαλπαζάνος :3, κάλπι, μιζμίζης, υπνές
2. Ψωριάρης, βρωμιάρης Σινασσ., Φάρασ. Συνών. ψωριάρης
3. Δύστροπος Μισθ. : Πολύ μισκίν τσ̑είσι (Είσαι πολύ δύστροπος) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γρουσούζης, λέπρος :2, τσαπχίν :1, χουισούζ