μίσταργος
(ουσ. αρσ.)
μίσταργος
[ˈmistarɣos]
Σινασσ., Τελμ.
Μεσν. ουσ. μίσθαργος < μισθουργός = έμμισθος εργάτης (Λεξ. Κριαρ.)
Μισθωτός υπηρέτης, μόνο σε άσμ.
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Εσάλτισα τον μίσταργον, και μίσταργος αργούσε,
ας άγω ’γώ αψίδρομη, και ας μείνω αύριον ας έρτω (έστειλα τον υπηρέτη και ο υπηρέτης αργούσε,
ας πάω εγώ γρήγορα και ας μείνω, αύριο ας έρθω) Τελμ. -Lag. Συνών. γούλι, κιζίρης, χαλαγίκι, χιζμετκιάρης
ας άγω ’γώ αψίδρομη, και ας μείνω αύριον ας έρτω (έστειλα τον υπηρέτη και ο υπηρέτης αργούσε,
ας πάω εγώ γρήγορα και ας μείνω, αύριο ας έρθω) Τελμ. -Lag. Συνών. γούλι, κιζίρης, χαλαγίκι, χιζμετκιάρης