ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιτίλι (ουσ. ουδ.) μιτ͑ίλι [miˈtʰili] Φάρασ. μιτ͑ίλ’ [miˈtʰil] Ανακ., Δίλ., Τροχ., Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. mitil (< περσ. metil = πανωσέντονο, μαξιλαροθήκη) = α) βαμβάκι ή μαλλί για επένδυση β) διαλεκτ., (παλιό, κουρελιασμένο) πάπλωμα. Η λ. πιθ. αντιδάν., βάσει της ετυμολόγ. του τουρκ. mitil από το μεταγν. ἡμιτύλιον = στρώμα μεσαίου μεγέθους (Tzitzilis 1987α: 46-47). Ο τουρκ. πρόδρομος θα μπορούσε εναλλακτικά να αναχθεί στο αρμεν. ουσ. mt’il = α) κάλυμμα β) πάπλωμα (Tietze, λ. mitil 1). Η λ. και Ποντ. Δεν αποκλείεται και η αναγωγή του μιτίλι απευθείας στο αρμεν. mt’il.
1. Παλιά μάλλινη κουβέρτα Ανακ.
2. Πάπλωμα Τροχ., Φλογ. : Τα τσιγίρια τσιγίρια το σάλ' τα φάνισκαμ' για τα μιντέρια, τα μιτίλια, τα στρώσια και για πισκεβαλάις (Τα ριγέ υφάσματα τα υφαίναμε για τις μαξιλάρες, τα παπλώματα, τα στρωσίδια και για μαξιλάρια-προσκέφαλα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
3. Κουρέλι Φάρασ. Συνών. παρτάλι, τσαπούτι, τσόλι :2