μνημόνεμα
(ουσ. ουδ.)
μνημόνεμα
[mniˈmonema]
Φάρασ.
μνημόνημα
[mniˈmonima]
Φάρασ.
Εν. Γεν.
μνημονεμάτου
[mnimoneˈmatu]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. μνημόνευμα με απλοποίηση του συμπλέγματος [vm]> [m].
Η αναφορά των ονομάτων νεκρών σε δέηση
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Μνημονεμάτου το χαρτίο
(Tο χαρτί για την αναφορά των νεκρών˙ ψυχοχάρτι, χαρτί με τα ονόματα των νεκρών για μνημόνευση)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.