μιτσίτσικος
(επίθ.)
μιτσίτσικου
[mi΄tsitsiku]
Μαλακ.
μιdζίdζικο
[miˈdzidziko]
Φλογ.
μιτσ̑ίσ̑κο
[miˈtʃiʃko]
Αξ.
Από το μεσν. επίθ. μιτσός = μικρός και το παραγωγ. επίθμ. %i-ίτσικος.
Πολύ μικρός, ελάχιστος
ό.π.τ.