ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μνημόρι (ουσ. ουδ.) μνημόρι [mniˈmori] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Σίλ., Φάρασ. μνημόρ’ [mniˈmor] Αραβαν., Φάρασ. νημόρι [niˈmori] Σίλ. λημόρι [liˈmori] Σίλ., Φάρασ. μερμόρ' [merˈmor] Αραβαν. μερμόϊχ [merˈmoix] Γούρδ. μορμόρι [morˈmori] Μισθ., Σινασσ. μορμόρ’ [morˈmor] Ανακ., Αξ., Αραβ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ. μορμούρ' [morˈmur] Τελμ. μορμόδ' [morˈmoð] Φλογ. Πληθ. μνημόρε [mniˈmore] Σατ., Φκόσ. μορμόρια [morˈmorʝa] Ανακ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ. μορμούρια [morˈmurʝa] Τελμ. μορμόγια [morˈmoʝa] Γούρδ. μερμόιγια [merˈmoiʝa] Γούρδ. Από το μεταγν. ουσ. μνημόριον (< μεταγν. μεμόριον παρετυμολ. προς το ουσ. μνῆμα < λατιν. memoria = μνήμη, μνήμα μάρτυρα).
1. Μνήμα, τάφος ό.π.τ. : Έλλενος μορμόρια (Ελλήνων μνήματα, τοπων. για περιοχή με αρχαίους τάφους) Ανακ. -Κωστ.Α. Τ’ μάνα μ’ το μορμόρ΄ (Της μάνας μου το μνήμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πιανίσ̑καμ’ ένα ορφανό κορίτσ’, πηάισ̑καμ’ σο μορμόρ’ απάνω, λούισ̑καμ’ ντου τρία φοράς (Παίρναμε ένα ορφανό κορίτσι, το πηγαίναμε πάνω στο μνήμα, το λούζαμε τρεις φορές, πρακτική για να αντιμετωπίσουν την ασθένεια βάρεμα ‘καχεξία’ ενός μικρού παιδιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πήγεν σο μορμόδι τ' απάνω, σκότωσεν το μαυτού τ' (Πήγε πάνω στον τάφον του και αυτοκτόνησε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Βράζουν κόλλ’φα και πηγαίνουν ύστερα σο μορμόρ' τ' (Βράζουν κόλλυβα και πηγαίνουν ύστερα στον τάφο του) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Φέρισκαν τότε το δεσπότη, γονάτιζεν σο μορμόρι τ’ και κάνισκε τρισάγιο (Έφερναν τότε τον δεσπότη, γονάτιζε πάνω στο μνήμα του (του νεκρού) και έκανε τρισάγιο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ξέβασαν οπ’ λημόρι (Την έβγαλαν από τον τάφο, την ξέθαψαν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πήε ντο μορμόρι τ’, χιώρσεν ντο, ήτον ένα ασμά (Πήγε στο μνήμα του, το κοίταξε, υπήρχε ένα κλήμα) Ουλαγ. -Κεσ. Ντου μορμόρι σ’ ογώ να ο μποίκ’ (Το μνήμα σου εγώ θα το φτιάξω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Και το κορίτσ' Ταχήρ τ' αdζ̑ί δέν μπορ' να ταγαdίσ'· πήγεν σο μορμόδι τ' απάνω, σκότωσεν το μαυτού τ' (Και το κορίτσι δεν μπορεί να αντέξει στον πόνο του Ταχήρ· πήγε πάνω στον τάφο του και αυτοκτόνησε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Μορμογιού τσιπόκο (Το αγγείο του τάφου˙ πήλινο αγγείο για τους τάφους) Γούρδ. -Καράμπ. Μορμοριού χτα̈́ρ’ (Ταφόπετρα˙ επιτύμβια στήλη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μορμοριού ντου χαρτί (Το χαρτί του μνήματος˙ το χαρτί όπου έγραφαν τα ονόματα των νεκρών για μνημόνευση) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Με τα χέριγα το’ άνοικε το μορμόρι τ’ (Με τα χέρια του άνοιξε τον τάφο του˙ για όσους είναι υπαίτιοι της δυστυχίας τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Έναν πουλί και τζι πουλί να τρώγει, να γουνdίζει
πήγαινε και γούνdισε σου ξένου το μορμόρι
(Ένα πουλί και τι πουλί να τρώει, να κουρνιάζει,
πήγαινε και κούρνιασε στου ξένου το μνήμα)
Τελμ. -Lag.
Συνών. μνήμα :1
β. Συνεκδ., ο νεκρός Μισθ. : Μόνευαν ντα μορμόρια (Μνημόνευαν τους νεκρούς ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Ειδικότ., η λάρνακα της Αγίας Μακρίνας Αξ.
3. Συνήθ. στον πληθ., το νεκροταφείο Μισθ., Σατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ. : 'φώσ̑κι πέθανεν βαβά τουν, επήγαν τα δυό φσ̑άχα, και ‘πίχωσάν ντο σα μορμούρια (Όταν πέθανε ο πατέρας τους, πήγαν τα δυο παιδιά και τον έθαψαν στο νεκροταφείο) Τελμ. -Dawk. Ντου μορμόρι τ’ τσείδι σ’ μορμοριού ντου λώμα (Ο τάφος του είναι στην άκρη του νεκροταφείου) Μισθ. -Κοτσαν. Αόπ'μα παιρί παγαίνει να τσην οκουτσ̑ήσει στα λημόρια (To πρωί το παιδί πηγαίνει να της διαβάσει συγχωρετική ευχή στα μνήματα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Η επέ μου τζό ’σωσε, χάθην τζαι πην, πιρ μη τα ιδεί ο άντρας τ’ς 'αρό ̇ ο παπούκα μου ήρτε σο χωρίο τζας ’υρίστην ο κόσμος ’σ’ τα μνημόρε (Η γιαγιά μου δεν πρόλαβε, χάθηκε και πήγε πριν την προλάβει ο άντρας της ζωντανή ̇ ο παππούς μου ήρθε στο χωριό, όταν γύριζε ο κόσμος από το νεκροταφείο) Φκόσ. -Παπαδ. Εμάς dα μορμόρια νεκκλησαγιού dο νεβλή μέσα ήταν, dο χωριό μέσα (Σ’ εμάς το νεκροταφείο στης εκκλησίας την αυλή μέσα ήταν, μέσα στο χωριό) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Οι Τούρτσ̑οι σκοτεινά γατιέσαν μις σοτίπως τα φσ̑όκκα μας πηάγανι σων Τουρτσ̑ίων dα μνημόρε (Οι Τούρκοι μας κουνηγούσαν μέσα στο σκοτάδι, γιατί τα αγόρια μας πήγανε στο τούρκικο νεκροταφείο) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Φρ. Εζ-Γιώργκης του μνημορού / τουν μνημορίουν (Άγιος Γεώργιος του νεκροταφείου˙ ονομασία εξωκκλησίου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
4. Κοινό γεύμα μετά την κηδεία, νεκρόδειπνο Μισθ. : Να πάμ’ στο μορμόρ’ (Να πάμε στο δείπνο της παρηγοριάς) Μισθ. -Κωστ.Μ.
5. Γενικότ., ο λάκκος Σίλ. Συνών. μακαρία, χοντσά