ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μοιρασιά (ουσ. θηλ.) μοιρασία [miraʹsia] Φάρασ. μοιρασιά [miraʹsça] Σινασσ., Τροχ. μοιρασ̑ά [miraʹʃa] Αξ. Από το μεσν. ουσ. μοιρασία (Λεξ. Κριαρ.)
Μοιρασιά, διανομή ό.π.τ. : Τζ̑ο πόρ'καν να ουτιέσουν ση μοιρασία (Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στην μοιρασιά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Έρονται κόσμος και κοιτάζ'νε κοριτσιού προίκα· κάνουν μοιρασιά τα δώρα (Έρχεται κόσμος και κοιτάζει την προίκα του κοριτσιού· μοιράζουν τα δώρα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. μιράσι :3