μοιρασιά
(ουσ. θηλ.)
μοιρασία
[miraʹsia]
Φάρασ.
μοιρασιά
[miraʹsça]
Σινασσ., Τροχ.
μοιρασ̑ά
[miraʹʃa]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. μοιρασία (Λεξ. Κριαρ.)
Μοιρασιά, διανομή
ό.π.τ.
:
Τζ̑ο πόρ'καν να ουτιέσουν ση μοιρασία
(Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στην μοιρασιά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έρονται κόσμος και κοιτάζ'νε κοριτσιού προίκα· κάνουν μοιρασιά τα δώρα
(Έρχεται κόσμος και κοιτάζει την προίκα του κοριτσιού· μοιράζουν τα δώρα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
μιράσι :3