μοναχός
(επίθ.)
μοναχός
[monaˈxos]
Τσουχούρ., Φάρασ.
μοναχό
[monaˈxo]
Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ.
μαναχό
[manaˈxo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τελμ., Τσουχούρ., Φερτάκ.
μονάχος
[moˈnaxos]
Γούρδ., Σινασσ.
μονάχο
[moˈnaxo]
Ανακ.
μανάχους
[maˈnaxus]
Σίλ.
μανάχου
[maˈnaxu]
Μαλακ.
μόναχο
[ʹmonaxo]
Τελμ.
μάναχους
[ʹmanaxus]
Σίλ.
Αρχ. επίθ. μοναχός. Ο τύπ. μαναχός με υποχωρ. αφομοίωση· ο τύπ. ήδη μεσν. στην Καππ., πβ. «Μαναχός μη τρως, τους άλλους κάλεσε» Δέδες 1993: 13). Ο τύπ. μαναχός Καλάβρ. Πόντ.
1. Μόνος, χωρίς την παρουσία ή την συνοδεία άλλων
ό.π.τ.
:
Aφήνεις με μαναχή μ', και κανείνα dε θωρώ, και μαναχό μ' φοβούμαι
(Mε αφήνεις μοναχή μου, και δεν βλέπω κανέναν, και μοναχή μου φοβάμαι)
Τελμ.
-Dawk.
Ντε νιέται να τ' άφήκουμε μαναχό τ'
(Δεν γίνεται να το αφήσουμε μόνο του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'πόμειν' μαναχό τ'
(Έμεινε μόνος του και αβοήθητος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μάναχούς του τρώγει
(Τρώει μόνος του, χωριστά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσ̑ας βράδυνιν άου, τα φσ̑όκ-κα μοναχά τουν κλαιν τσ̑αι κάθουντι
(Όταν πια βράδιασε, τα παιδιά κλαίνε συνεχώς μόνα τους)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Μοναχά τ'ς μο το φσ̑όκκο σα σ̑έρε πααίνκε σην εκκλεσία
(Μόνη της με το παιδί στα χέρια πήγαινε στην εκκλησία)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Aφ’ τη νυέχτα μαναχός του όξου τζο βgαίνκεν
(Τη νύχτα δεν έβγαινε έξω μόνος του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Δεν παίνισκαμ’ τα δωδεκάμερνα μοναχό μας ασ' σο ένα οdά σ’ἀλλου ’ς σου σπιτσιού το οdά
(Δεν πηγαίναμε το δωδεκαήμερο μόνοι μας από το ένα σπίτι στο άλλο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ἠτομαι μονάχο μου, τα παιδιά μου σην Πόλ'
(Ήμουνα μόνη μου, τα παιδιά μου στην Πόλη.)
Ανακ.
-Cost.
Ένα μαναχό ένα κορίτσ̑' 'τουμαι
(Ήμουν ένα κορίτσι μοναχό)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Έφ'χι, αφήκι μι μαναχό μ'
(Έφυγε, με άφησε μόνη μου)
Μισθ.
-Φατ.
Ιμείς κρεύουμ' να τσείμιστι μαναχά μας
(Εμείς θέλουμε να είμαστε μόνοι μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μαναχό μ' ντε μπορώ να τσ̑οιμηχώ
(Μόνη μου δεν μπορώ να κοιμηθώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Καχόδουν 'ς ένα μουτζάχ΄, που λες, μαναχό τ'
(Καθόταν σε μιά γωνιά που λες, μοναχός του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ξύδι μοναχό
(Σκέτο ξίδι˙ για δύστροπους ανθρώπους)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Μαναχό ’ρφανό
(Μοναχό ορφανό˙ πεντάρφανο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Ασμ.
Κόρη μ’ ’α μπεις 'πέσω σο λουτρό, μόναχο μη μπαίνεις
((Κόρη μου, αν μπεις μέσα στο λουτρό, μη μπαίνεις μόνη σου))
Τελμ.
-Lag.
Συνών.
γιάλινιζ
β.
Ένας μόνο, μοναδικός
ό.π.τ.
:
Ήτουν α βασιλός τζ̑’ είσε α μαναχόν κόρη
(Ήταν ένας βασιλιάς και είχε μιά μοναχοκόρη
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πρέφτει να ’νάβρουμ’ α γιόνι, τζ̑αι το μαναχόν του το γιόνι πάλι ένι ατέ του ’α σες πω
(Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο και ο μοναδικός τρόπος, λοιπόν, είναι αυτός που θα σας πω
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Το σκόρdo έχ̑’ πολλά ζόντζ̑α, το κρομμύ έχ̑’ ένα μαναχό κιφάλ’
(Το σκόρδο έχει πολλά δόντια, το κρεμμύδι έχει μόνο ένα κεφάλι
˙
άλλοι έχουν οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον που τους στηρίζει, άλλοι παλεύουν μόνοι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Μόνος μου, χωρίς την συνέργεια ή την μεσολάβηση άλλου
ό.π.τ.
:
Μανάχη της ντώκι
(Μόνη της έπεσε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντέν ντ’ έφαα ογώ ντου Βασίλ΄, λέ, ντου Βασίλ' μαναχό τ' έφαϊν ντου γιαυτό τ'
(Δεν έφαγα εγώ το Βασίλη, λέει, ο Βασίλης μόνος του έφαγε τον εαυτό του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σκότ'σιν μαναχό του του τσ̑είνου το βουρντώνι
(Σκότωσε μόνος του, ο ίδιος, το δικό του το μουλάρι)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Βράτε μαναχά σας το κετσ̑ίμι σας
(Βρείτε μόνοι σας τα προς το ζην)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μοναχά μας εμείς δεν ήρταμε, σ̑ήκωσά μας, ποίκα μας Ανταλλαή
(Εμείς δεν ήρθαμε από μόνοι μας, μας σήκωσαν από τον τόπο μας, μας έκαναν Ανταλλαγή)
Ανακ.
-Cost.
Αφ’σέ τα, αφ’σέ τα είπιν τα ο τατά μου, ατσ̑είνου μαναχό του α φύει
(Αφἠστε το, αφήστε το είπε ο πατέρας μου, εκείνο από μόνο του θα φύγει, ενν. το φίδι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ούλα μαναχό σ' τα μποίκις;
(Όλα μόνη σου τα έκανες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντέ μπόρισκα να ποίκου τσ̑ι μαναχό μ' ένα σ̑έϊ
(Δεν μπορούσα να κάνω μοναχός μου τίποτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αρκαdάς, έλα, με με σκοτώνεις, άφηζ’ με εγιώ (…), αζ με φάν’ λύκ’ ας πεχάνω μαναχό μ’
(Φίλε μου, έλα, μη με σκοτώνεις, άφησέ με εδώ (…), ας με φάνε οι λύκοι, ας πεθάνω από μόνος μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Μαναχός του έψησ’, έλμισε, μαναχός του έφαε
(Μόνος του μαγείρεψε, αλάτισε, μόνος του έφαγε˙ για εκείνους που τα κανονίζουν όλα μόνοι τους όπως τους συμφέρει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Μαναχό τ' το πέφτσ̑ει ντε κλαίγ'
(Όποιος πέφτει μόνος του δεν κλαίει˙ όταν κάποιος φταίει ο ίδιος για τα κακά που του συμβαίνουν δεν πρέπει να διαμαρτύρεται)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Του λύκ’ το γουργούρ’ έν’ παχύ γιατί θιάν’ το όργο τ’ μοναχός του
(Του λύκου ο λαιμός είναι παχύς γιατί κάνει τις δουλειές του μόνος του˙ Είναι πιο συμφέρον να μην εμπιστευόμαστε σε άλλους δικές μας δουλειές)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το δομμένο άφ’ τα μοναχό, να φρονέσει
(Τον τρελό άφησέ τον μόνο του, να φρονιμέψει˙ ευκολότερα λογικεύεται κάποιος μόνος του, από τις εμπειρίες του, παρά από τις συμβουλές άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Χάρε μ', άφες μ' ασ' τα μαλλιά και πιάσε μ' ασ' το χέρι
για δείξε με την τένdα σου και μοναχό μ' ας πάγω (Χάρε μου άσε με από τα μαλλιά και πιάσε με από το χέρι,
για δείξε μου την σκηνή σου και θα έρθω μοναχός μου) Ποτάμ. -Dawk.Song. Πβ. κεντί
για δείξε με την τένdα σου και μοναχό μ' ας πάγω (Χάρε μου άσε με από τα μαλλιά και πιάσε με από το χέρι,
για δείξε μου την σκηνή σου και θα έρθω μοναχός μου) Ποτάμ. -Dawk.Song. Πβ. κεντί
3. Ως ουσ., ο μονογενής, το μοναχοπαίδι
ό.π.τ.
:
Χεός ας σιρκεdίσ’ dο ένα μαναχό σ’
(Ο Θεός να σου φυλάξει το μοναχοπαίδι σου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ο Θεός να το φυλέζ’ (…), ούλα του κόσμου και το ’μόν το μοναχό
(Ο Θεός να το φυλάει (…), όλα του κόσμου, και το μοναχοπαίδι μου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Mάναχο μ'!
(Μονάκριβέ μου! θωπευτική επίκληση)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Ασμ.
Νενί, νενί, νενί, νενί, νενί το μοναχό μου
((Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι, νάνι το μονάκριβό μου) )
Σινασσ.
-Λεύκωμα