ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μόνο (επίρρ.) μόνο [ˈmono] Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ. μόνου [ˈmonu] Μισθ. μο Φάρασ. Αρχ. επίρρ. μόνον. Πβ. καιμόνο
1. Ως επίρρ., μόνο ό.π.τ. : Μόνο γερόια, νέα ντε μπαίνισ̑καν νεκκλησ̑ά Μαάλ' Τσ̑ερετσ̑ή (Μόνο γέροι, νέοι δεν έμπαιναν στην εκκλησία την Κυριακή του Πάσχα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντου μουχαbέτ' μας τσ̑όδουν μόνου 'τουν χόρειυαμ' ’ς νεκκλησ̑ά ομbρό ή σα γάμουϊα (Η διασκέδαση μας ήταν μόνον όταν χορεύαμε μπροστά στην εκκλησιά ή σε γάμους) Μισθ. -Κοτσαν. Ύστερα ήρτεν μόνο το ζενgίν', το φουκαρές δεν ήρτεν (Ύστερα ήρθε μόνο ο πλούσιος, ο φτωχός δεν ήρθε) Σίλατ. -Dawk. Ύστερα 'πόμ'ναν μόνο τα καμούκια τ' (Ύστερα έμειναν μόνο τα κόκκαλά του) Ποτάμ. -Dawk. Μόνο εγώ να τα ποίκω τα γουσούρια (Μόνο εγώ θα κάνω τα λάθη) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. γιάλινιζ, μοναχά, τσίχλα
2. Ως επίρρ., όλο Φάρασ.
3. Ως σύνδ., όμως Σινασσ., Φάρασ. : Η καλησπέρα ας σταθεί εκειά, πέ ’τα με μόνο γιατί κλαις (Η καλησπέρα ας μείνει εδώ, πες μου όμως γιατί κλαις) Σινασσ. -Τακαδόπ.
4. Ως σύνδ., σαν Φάρασ.