μόνο
(επίρρ.)
μόνο
[ˈmono]
Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ.
μόνου
[ˈmonu]
Μισθ.
μο
Φάρασ.
Αρχ. επίρρ. μόνον.
Πβ.
καιμόνο
1. Ως επίρρ., μόνο
ό.π.τ.
:
Μόνο γερόια, νέα ντε μπαίνισ̑καν νεκκλησ̑ά Μαάλ' Τσ̑ερετσ̑ή
(Μόνο γέροι, νέοι δεν έμπαιναν στην εκκλησία την Κυριακή του Πάσχα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντου μουχαbέτ' μας τσ̑όδουν μόνου 'τουν χόρειυαμ' ’ς νεκκλησ̑ά ομbρό ή σα γάμουϊα
(Η διασκέδαση μας ήταν μόνον όταν χορεύαμε μπροστά στην εκκλησιά ή σε γάμους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ύστερα ήρτεν μόνο το ζενgίν', το φουκαρές δεν ήρτεν
(Ύστερα ήρθε μόνο ο πλούσιος, ο φτωχός δεν ήρθε)
Σίλατ.
-Dawk.
Ύστερα 'πόμ'ναν μόνο τα καμούκια τ'
(Ύστερα έμειναν μόνο τα κόκκαλά του)
Ποτάμ.
-Dawk.
Μόνο εγώ να τα ποίκω τα γουσούρια
(Μόνο εγώ θα κάνω τα λάθη)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γιάλινιζ, μοναχά, τσίχλα
2. Ως επίρρ., όλο
Φάρασ.
3. Ως σύνδ., όμως
Σινασσ., Φάρασ.
:
Η καλησπέρα ας σταθεί εκειά, πέ ’τα με μόνο γιατί κλαις
(Η καλησπέρα ας μείνει εδώ, πες μου όμως γιατί κλαις)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
4. Ως σύνδ., σαν
Φάρασ.