τσίχλα
(επίρρ.)
τ͑σ̑ίχλα
[ˈtʰʃixla]
Φάρασ.
τ͑σ̑ίλα
[ˈtʰʃila]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. çıkla, çıhla= α) σκέτος, μόνος β) επίρρ., πάντα γ) πλήρως (THADS 3, λ. çıhla, çıkla I).