τσοκτιέσιμο
(ουσ. ουδ.)
τσ̑οκτιέσιμα
[tʃoktiˈesima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. τσοκτιέω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Κατολίσθηση, βύθισμα