τσομελντίζω
(ρ.)
τσ̑ο̈μελντίζω
[tʃømel'dizo]
Αξ.
τσομελτίζω
[tsomel'tizo]
Μαλακ.
τσ̑ομελτίζου
[tʃomel'tizu]
Φάρασ.
τ͑σ̑ομελτι-έω
[tʰʃomelti'eo]
Φάρασ.
Αόρ.
τσομέλτ'σα
[tsomel'tsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. çο̈melmek = κάθομαι στις φτέρνες, γονατίζω.
Kάθομαι ανακούρκουδα, οκλαδόν
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 31/08/2025