τσομελντίζω
(ρ.)
τσ̆ο̈μελντίζω
[tʃømel'dizo]
Αξ.
τσ̑ομελτίζου
[tʃomel'tizu]
Φάρασ.
τσομελτίζω
[tsomel'tizo]
Μαλακ.
τ͑σ̑ομελτι-έω
[tʰʃomelti'eo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. çο̈melmek = κάθομαι στις φτέρνες, γονατίζω.
Kάθομαι ανακούρκουδα
ό.π.τ.