ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσομελντίζω (ρ.) τσ̆ο̈μελντίζω [tʃømel'dizo] Αξ. τσ̑ομελτίζου [tʃomel'tizu] Φάρασ. τσομελτίζω [tsomel'tizo] Μαλακ. τ͑σ̑ομελτι-έω [tʰʃomelti'eo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. çο̈melmek = κάθομαι στις φτέρνες, γονατίζω.
Kάθομαι ανακούρκουδα ό.π.τ.