ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσομελντίζω (ρ.) τσ̑ο̈μελντίζω [tʃømel'dizo] Αξ. τσομελτίζω [tsomel'tizo] Μαλακ. τσ̑ομελτίζου [tʃomel'tizu] Φάρασ. τ͑σ̑ομελτι-έω [tʰʃomelti'eo] Φάρασ. Αόρ. τσομέλτ'σα [tsomel'tsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. çο̈melmek = κάθομαι στις φτέρνες, γονατίζω.
Kάθομαι ανακούρκουδα, οκλαδόν ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 31/08/2025