ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσοράκι (ουσ. ουδ.) τσ̑οράκ' [tʃoˈrak] Ανακ., Σίλ. τσ̑οράχ' [tʃoˈrax] Αραβ. τσ̑οράχος [tʃoˈraxos] Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. τζ̑οράχος [dʒoˈraxos] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. çorak = α) άγονος, στείρος β) για νερά, στάσιμος γ) ως ουσ., αδιάβροχος πηλός δ) διαλεκτ., λάσπη, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. çorah.
1. Αδιάβροχος πηλός που χρησιμοποιείται για την μόνωση της επίπεδής στέγης (δώματος) ό.π.τ. : Χρίνομε μο τον τσοράχο (Eπιχρίουμε με πηλό) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Είχαμε τσ̑οράκ’ τα ντούματά μας (Είχαμε πηλό στις στέγες μας) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Λάσπη Φάρασ. : 'εμώθ' η μερά συγκομμένα θάλα̈, μεγμέρα̈ τζαι τσ̑οράχοι (Γέμισε το μέρος κομμένες πέτρες, μάρμαρα και λάσπες) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Κατέβης 'ς τ' άβγο, γαλίτσ̑εψες σο γαϊρίδι, κατέβης 'ς το γαϊρίδι τσ̑οκτίεσες σον τζ̑οράχο (Κατέβηκες από το άλογο, καβαλίκεψες στο γαϊδούρι, κατέβηκες από τα γαϊδούρι, βούλιαξες στη λάσπη˙ Όταν αρχίζει η παρακμή, δεν γνωρίζει κάποιος πόσο χαμηλά θα πέσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.